όμμα

όμμα
το (ΑΜ ὄμμα, -ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα)
1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ'ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ' ὄμματ' εἶ...», Σοφ.)
2. μτφ. οπή, δακτύλιος
νεοελλ.
1. βλέμμα, ματιά
2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» — με τυφλή εμπιστοσύνη
β) «υπό τα όμματα» — μπροστά στα μάτια, ενώπιον
αρχ.
1. όψη, πρόσωπο
2. μτφ. ο ήλιος
3. φως, λάμψη
4. καθετί που φέρνει φως ή προξενεί χαρά ή παρηγοριά («ὄμμα δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν», Αισχύλ.)
5. καθετί πολύ αγαπητό ή πολύτιμο
6. (σε περιφρ. για να δηλώσει ολότητα αντί για το μέρος) α) «ὄμμα πελείας» — πέλεια*
β) «ὄμμα νύμφας» — η νύμφη
γ) «ὄμμα νυκτός» — η νύχτα
δ) «ὄμμα ψυχῆς» — η ψυχή
7. φρ. α) «ὀρθοῑς ὄμμασιν ὁρῶ τινα» ή «ὀρθοῑς ὄμμασιν ἀναβλέπω τινά» ή «ὁρῶ τινα ἐν ὄμμασι» — κοιτάζω κάποιον κατάματα, δηλ. χωρίς φόβο
β) «λαμπρὸς [ὥσπερ] ὄμματι» — λαμπρός ως προς τα μάτια ή ως προς την έκφραση
γ) «κατ' ὄμματα» — μπροστά στα μάτια του
δ) «κατ' ὄμμα ἔρχομαι» — έρχομαι ενώπιον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ- (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. -μα, με αφομοίωση τού -π- σε -μ-. Ο διαλεκτικός τ. ὄθματα έχει προέλθει πιθ. από τον τ. ὄμματα με επίδραση τής κατάλ. -θμα (πρβλ. γράθμα: γράμμα). Ο επίσης διαλεκτικός τ. ὄππατα, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί < *ὄπματα με αφομοίωση τού -μ- σε -π-, ενώ, κατ' άλλη άποψη, < *ὄπατα με εκφραστικό διπλασιασμό τού -π-.
ΠΑΡ. ομμάτιο(ν)
αρχ.
ομμάτειος, ομματώδης
αρχ.-μσν.
ομματώ
μσν.
ομματίζω
νεοελλ.
ομματίδιο(ν).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ομματογράφος, ομματολαμπής, ομματοποιός, ομματοσταγής, ομματοστερής, ομματουργός, ομματόφυλλα, ομματωρυξία
μσν.
ομμακόιον, ομματόπλουτος
νεοελλ.
ομματόμορφος, ομματόστρεφος, ομματοϋάλια, ομματοφόρος, ομματοφώκη. (Β' συνθετικό) αόμματος, γλαυκόμματος, πολυόμματος
αρχ.
αγανόμματος, ανόμματος, απόμματος, αστερόμματος, βλοσυρόμματος, δυσόμματος, εξόμματος, ετερόμματος, ευόμματος, θαλερόμματος, λιπαρόμματος, μαλακόμματος, μελανόμματος, μικρόμματος, μονόμματος, πλαγιόμματος, τετρόμματος, ωχρόμματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὄμμα — eye neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν. — См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὄμμ' — ὄμμα , ὄμμα eye neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμμάτων — ὄμμα eye neut gen pl ὀμματόω furnish with eyes imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀμματόω furnish with eyes imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμμασι — ὄμμα eye neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμμασιν — ὄμμα eye neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματα — ὄμμα eye neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματε — ὄμμα eye neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματι — ὄμμα eye neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμματος — ὄμμα eye neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”